- αναφτός
- -ή, -ό (Μ ἀναφτός, -ή, -όν)ο αναμμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άναφτος — η, ο αυτός που δεν είναι αναμμένος … Dictionary of Greek
άναφτος — η, ο αυτός που δεν είναι αναμμένος: Ξέχασε το καντήλι άναφτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναφτός — ή, ό ο αναμμένος: Η λάμπα ήταν ακόμη αναφτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άναπτος — (I) και άναφτος, η, ο (Α ἄναπτος, ον) ο μη αναμμένος, ανάναφτος. (II) ἄναπτος, ον (Α) [ἅπτομαι] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ανέγγιχτος, άπιαστος … Dictionary of Greek
αναπτός — και αναφτός, ή, ό (Μ ἀναπτος, όν) αναμμένος μσν. προσαρμοσμένος, σφιχτός … Dictionary of Greek